- κοσμογονικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογονία («κοσμογονικοί μύθοι»)2. εντυπωσιακός, με τελείως νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες («κοσμογονικές αλλαγές»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmogonic (< cosmogony < κοσμογονία) + κατάλ. -ic. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστ. Κυπριανό].
Dictionary of Greek. 2013.